Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τουτὶ τί ἦν

См. также в других словарях:

  • τουτί — Α (αντων.) (αττ. τ.) αυτό, τούτο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. τής αντων. οὗτος + επιτατ. ί*] …   Dictionary of Greek

  • τουτί — οὗτος this neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουθ' — τουτί , οὗτος this neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουτ' — τουτί , οὗτος this neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούθ' — τουτί , οὗτος this neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούτ' — τουτί , οὗτος this neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουτοσί — αυτηί, τουτί (Α οὑτοσί, αὑτηί, τουτί) (νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος τής δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος] …   Dictionary of Greek

  • Achilleis (trilogy) — Priam (right) entering the hut of Achilles in his effort to ransom the body of Hector. The figure at left is probably one of Achilles servant boys. (Attic red figure kylix of the early fifth century BCE) The Achilleis (after the Ancient Greek… …   Wikipedia

  • DORYPHORI — Persicae militiae genus. Curt. l. 3. c. 3. ubi de Darii exercitu, Doryphori vocabantur, proximum his (Cognatis Regiis sic dictis) agmen, soliti vestem excipere regalem, hi currum Regis anteibant; quo ipse eminens vehebatur. Ex Graeco Δορυφόροι,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

  • κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»